ἔνθα

ἔνθα
ἔνθα
a rel. conj., where

παρὰ Κρόνου τύρσιν. ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν O. 2.70

(Ἰστρίαν)

ἔνθα Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ δέξατ O. 3.26

(Ἀλφεὸν)

ἔνθα τραφεῖσ' γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ Ἀφροδίτας O. 6.35

πέτραν ἀλίβατον Κρονίου. ἔνθα οἱ ὤπασε θησαυρὸν O. 6.65

νομόν, ἔνθα ποτὲ βρέχε θεῶν βασιλεὺς O. 7.33

(νᾶσος)

ἔνθα Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν O. 7.71

(Αἴγιναν)

ἔνθα Σώτειρα ἀσκεῖται Θέμις O. 8.21

(Λοκρῶν)

ἔνθα συγκωμάξατ O. 11.16

(Πυθῶνι) ἔνθα

ποτὲ χρῆσεν P. 4.4

(ἐπ' Ἀξείνου στόμα)

ἔνθ' ἕσσαντ τέμενος P. 4.204

ἐς Φᾶσιν ἔνθα βίαν μεῖξαν P. 4.212

Λαμνιᾶν τ' ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων. ἔνθα καὶ ἐπεδείξαντο P. 4.253

ὁδόν, ἔνθα πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών P. 5.93

ὀμφαλὸν Πυθιόνικος ἔνθ' ὕμνων θησαυρὸς τετείχισται P. 6.5

Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον . ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσειςP. 9.54 (ἐν Πυθῶνι)

ἔνθα νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν P. 9.73

Ἀμφιτρύωνος σάματι, πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο P. 9.82

ἐπ' αὐλείαις θύραις ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται N. 1.21

Κύπρῳ, ἔνθα Τεῦκρος ἀπάρχει N. 4.46

(Νεμέᾳ)

ἔνθα πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76

(Ἰσθμὸν)

ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι δέκονται N. 5.38

Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι N. 9.2

ἀμφ' ἀκταῖς Ἑλώρου, ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι (ἔνθα Ῥείας Σγρ·) N. 9.41 (ἀέθλων)

Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις N. 10.24

ἀέθλων. ἔνθα λευκωθεὶς κάρα μύρτοις I. 4.69

προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.35

(Οἰνοπίαν)

δῖον ἔνθα τέκες Αἰακὸν I. 8.21

(Δᾶλος) ἔνθα τεκοῖσ' εὐδαίμον ἐπόψατο γένναν fr. 33d. 9.

ἰήιε, Δάλἰ Ἄπολλον. Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ Pae. 5.44

κρημνόν, ἔνθα λέγο[ντι] Ζῆνα καθεζόμενον κορυφαῖσιν ὕπερθε φυλάξαι Pae. 12.8

(Θήβαι)] ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν φάμα Κάδμον [λαχεῖν] Δ. 2. 2. ]εοι μοῖῤ ἔνθα[ Θρ. 7. 11. (Λακεδαίμων) ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 1. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται fr. 238. Ὀρχομενῶ . ἕνθα ποτε[ ?fr. 333a. 9.
b whither (δῶμα Διὸς)

ἔνθα δευτέρῳ χρόνῳ ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.43

μαντίων θῶκον, ὦ παῖδες Ἁρμονίας, ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν P. 11.7

, cf. O. 11.16
c then ἔνθ' Ἀλεξίδαμος παρθένον κεδνὰν ἆγεν P. 9.121
d introducing indirect quest., where

δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν, ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι P. 4.242


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔνθα — there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένθα — (AM ἔνθα) επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.) αρχ. (για τόπο, δεικτ.) 1. εκεί, σ εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί… …   Dictionary of Greek

  • Ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. — ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. См. У семи нянек дитя без глаза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔνθα ἐρᾷς, μὴ θάμιζε. — ἔνθα ἐρᾷς, μὴ θάμιζε. См. Где любят, тут не часто гости …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔνθα πολλοὶ πτύουσι, πυλὸς ἐκεῖ γίνεται… — См. По капельке море, по зернышку ворох …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἵνα δέος, ἔνθα καὶ αἰδώς. — См. Где страх, тут и благочестие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἔνθ' — ἔνθα , ἔνθα there indeclform (adverb) ἔνθε , ἔρχομαι ibo aor imperat act 2nd sg (doric) ἔνθε , ἔρχομαι ibo aor ind act 3rd sg (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθάκησις — ἐνθά̱κησις , ἐνθάκησις sitting in fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθακοῦντ' — ἐνθακοῦντα , ἐνθακέω sit in pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐνθακοῦντα , ἐνθακέω sit in pres part act masc acc sg (attic epic doric) ἐνθᾱκοῦντα , ἐνθακέω sit in pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kydonen — (myk. ku do ni jo / Kudōnios; altgriechisch Κύδωνες Kýdones oder Κυδωνιάτας Kydoniátas)[1] ist die Bezeichnung eines bronzezeitlichen Volkes auf der griechischen Mittelmeerinsel Kreta. Nach ihnen beziehungsweise ihrem mythischen König Kydon… …   Deutsch Wikipedia

  • Кидоны — Крит в античный период. На северо западе  город Кидония (ныне Хания) …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”